Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Μην κοιμηθείς, Mahmound Darwish

  Μην κοιμηθείς Όταν πέφτει το φεγγάρι, θρυμματισμένος καθρέφτης, ο ίσκιος μεγαλώνει ανάμεσά μας, οι μύθοι ψυχοραγούν. Μην κοιμηθείς αγαπημένη, η πληγή μας παράσημο μια φωτιά στο φεγγάρι. Έξω απ' το παραθύρι μας η μέρα ένα μπράτσο που με δέχεται με τύλιξε και πέταξε, ήταν σα να 'μουν πεταλούδα σ' ανθό ροδιάς, και χείλη πάχνης χωρίς λόγια να μου μίλησαν. Μην κοιμηθείς αγαπημένη μου  έξω απ' το παραθύρι μας η μέρα. Μαχμούντ Νταρουίς* Το ποίημα περιέχεται στο βιβλίο:  Παλαιστινιακή Ποίηση , εκδ. ειρήνη Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου "παλαιστινιακή ποίηση", εκδ. ειρήνη, στην ΕΣΗΕΑ, 27/3/2024, όπως παρουσιάστηκαν στο μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1, 30/3/2024 Στην εκδήλωση, μεταξύ των ομιλητών ήταν και η καλή μου φίλη Αναστασία Κατσικογιάννη- Μπάστα, ποιήτρια, της οποίας η εισήγηση ήταν υπέροχη! Επίσης, για το βιβλίο μίλησε και ο Πρέσβης του Κράτους της Παλαιστίνης, Yussef Victor Dorkhom. Έτεροι ομιλητές: Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορικός, Σαβίνα Λίτσ

Γιώργος Σεφέρης: Επιφάνια


 Επιφάνια

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει

Κράτησα τη ζωή μου στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου
τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού
τάχα να μένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της

Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές
ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια
μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας "ευτυχία"

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων

Γιώργος Σεφέρης, 1937


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις