Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Μην κοιμηθείς, Mahmound Darwish

  Μην κοιμηθείς Όταν πέφτει το φεγγάρι, θρυμματισμένος καθρέφτης, ο ίσκιος μεγαλώνει ανάμεσά μας, οι μύθοι ψυχοραγούν. Μην κοιμηθείς αγαπημένη, η πληγή μας παράσημο μια φωτιά στο φεγγάρι. Έξω απ' το παραθύρι μας η μέρα ένα μπράτσο που με δέχεται με τύλιξε και πέταξε, ήταν σα να 'μουν πεταλούδα σ' ανθό ροδιάς, και χείλη πάχνης χωρίς λόγια να μου μίλησαν. Μην κοιμηθείς αγαπημένη μου  έξω απ' το παραθύρι μας η μέρα. Μαχμούντ Νταρουίς* Το ποίημα περιέχεται στο βιβλίο:  Παλαιστινιακή Ποίηση , εκδ. ειρήνη Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου "παλαιστινιακή ποίηση", εκδ. ειρήνη, στην ΕΣΗΕΑ, 27/3/2024, όπως παρουσιάστηκαν στο μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1, 30/3/2024 Στην εκδήλωση, μεταξύ των ομιλητών ήταν και η καλή μου φίλη Αναστασία Κατσικογιάννη- Μπάστα, ποιήτρια, της οποίας η εισήγηση ήταν υπέροχη! Επίσης, για το βιβλίο μίλησε και ο Πρέσβης του Κράτους της Παλαιστίνης, Yussef Victor Dorkhom. Έτεροι ομιλητές: Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορικός, Σαβίνα Λίτσ

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Θανάσης Βάγιας


Γράφει η Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου 

Θανάσης Βάγιας
Ο Θανάσης Βάγιας είναι ο ήρωας του ομώνυμου φανταστικού ποιήματος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879).
Ο ποιητής παρουσιάζει τον ήρωά του, ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ως βρικόλακα. 
 
Ο Θανάσης Βάγιας (1765-1834) ήταν έμπιστος σύμβουλος του Αλή Πασά και  επικεφαλής της αλβανικής φρουράς και των υπηρετών του παλατιού του. 

Το 1812 ο Αλή Πασάς που ήθελε  να εκδικηθεί τους Γαρδικιώτες, τους έκλεισε, με δόλο, σε ένα πανδοχείο και διέταξε τους στρατιώτες του να τους σκοτώσουν. Λέγεται ότι ο Θανάσης Βάγιας δεν δίστασε να εκτελέσει τη διαταγή.  

Σύμφωνα με το ποίημα, ο Θανάσης Βάγιας βρικολακιάζει, εξ αιτίας της εγκληματικής του πράξης,  και τα βράδια πηγαίνει στο σπίτι του τρομάζοντας τη γυναίκα του.
 Λέει στο ποίημα ο Βαλαωρίτης:
"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
  βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
  Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
  Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

  Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
  Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
  Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
  'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

  Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
  Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
  Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
  στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.
(απόσπασμα)

Στο παρακάτω κείμενο,  ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εξηγεί το πως εμπνεύστηκε τη συγγραφή του ποιήματος:

"Ότε πρώτον ανέγνωσα τις αιμοσταγείς σελίδας, εν αις εξιστορείται η ανήκουστος εκδίκησης του Αλή του Τεπελενλή κατά των Γαρδικιωτών, ομολογώ ότι μάλλον με προσέβαλεν ο χαρακτήρ του τρισκατάρατου Αθανασίου Βάγια παρά το κακούργημα αυτό καθ' εαυτό.
Είναι αναντίρρητον ότι, αν τη στιγμή εκείνην, καθ' ήν ο Αλής διέταξε το πυρ, ο αλιτήριος εκείνος δεν επρόσφερε την μιαιφόνον χείρα του, ο τύραννος, βλέπων πάντας τους περί αυτόν ρίπτοντας καταγής τα όπλα και αποποιούμενους να υπακούσωσιν, ήθελε μεταμεληθή και δώσει την χάριν. Τοιαύτης γνώμης είναι και ο Πουκεβίλλος.
Αλλά το αίμα εχύθη ποταμηδόν. Ως πρόβατα κλεισμένα εντός τοιχοκλείστου τετραγώνου, εσφάγησαν ανηλεώς από πρώτου μέχρι τελευταίου επτακόσιοι περίπου Γαρδικιώται. Η σκιά της Χάμκως έπιε μέχρι κόρου την εκδίκησιν, την οποία θνήσκουσα είχεν αφήσει κληροδότημα εις τον υιόν της. Τώρα και φονείς και σφάγια κοιμώνται τον αυτόν ύπνον!
Ο Βεζίρης, φοβούμενος μήπως αι επερχόμεναι γενεαί λησμονήσωσι το λαμπρότερον των κατορθωμάτων του, επρόβλεψεν εν καιρώ να το διαιωνίση, στήσας λίθον εις τον τόπον της σφαγής, εφ' ης εχάραξεν Ελληνιστί και Τουρκιστί το ανδραγάθημά του. Ήτο περιττόν· δεν λησμονούνται τοιούτοι θρίαμβοι!
Έμεινεν να διαιωνισθή και η μνήμη του Αθανασίου Βάγια. Αν ο Αλής δεν επρόβλεψε περί τούτου, φοβούμενος ίσως μη ελαττώση την αξίαν της εκδικήσεώς του συμμεριζόμενος τοιαύτην και τοσαύτην δόξαν μετά του αυτουργού της θυσίας, η φωνή του λαού και η παράδοσις δεν έλειψε να το κάμη.
Ενώ εν μια των ημερών συνδιαλεγόμην μετά του αξιοτίμου φίλου μου Ι. Γ. και διετρέχομεν τα περί Αλή Πασά, έπεσεν ο λόγος και επί της σφαγής των Γαρδικιωτών. Τότε τον ηρώτησα αν εγνώριζέ τι περί του Αθανασίου Βάγια, εκείνος δε μ' απεκρίθη αυτολεξεί τα ακόλουθα:
«Εψόφησε, φίλε μου, σαν σκύλος. Ακόμη τον ξερνά το χώμα... Η γυναίκα του; ξυπόλητη και γυμνή, επήρεν επάνω της την κατάραν του και από θύραν εις θύραν εζητούσε την ελεημοσύνην, έως ότου έσωσε και αυτή, Κύριος οίδε πού, ταις ημέραις της ζωής της. Είναι δίκαιαις οι κρίσαις του μεγάλου Θεού!»
Το διήγημα τούτο μ' εξέπληξεν. Η φωνή του λαού είναι ως η δικογραφία, εφ' ης βασιζόμενος ο μέγας Δικαστής προφέρει τας αποφάσεις του.
Ταύτα αρκούσι προς πλήρη κατάληψιν του επομένου στιχουργήματος. Ηθέλησα και εγώ εις το γενικόν ανάθεμαν να ρίψω τον λίθον μου κατά του κακούργου τούτου. Αν δεν επέτυχα του σκοπού, ας αποδοθή το πταίσμα εις την αδυναμίαν του βραχίονος του κατασφενοδίσαντος τον λίθον."

Ολόκληρο το ποίημα εδώ .

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις