Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Μην κοιμηθείς, Mahmound Darwish

  Μην κοιμηθείς Όταν πέφτει το φεγγάρι, θρυμματισμένος καθρέφτης, ο ίσκιος μεγαλώνει ανάμεσά μας, οι μύθοι ψυχοραγούν. Μην κοιμηθείς αγαπημένη, η πληγή μας παράσημο μια φωτιά στο φεγγάρι. Έξω απ' το παραθύρι μας η μέρα ένα μπράτσο που με δέχεται με τύλιξε και πέταξε, ήταν σα να 'μουν πεταλούδα σ' ανθό ροδιάς, και χείλη πάχνης χωρίς λόγια να μου μίλησαν. Μην κοιμηθείς αγαπημένη μου  έξω απ' το παραθύρι μας η μέρα. Μαχμούντ Νταρουίς* Το ποίημα περιέχεται στο βιβλίο:  Παλαιστινιακή Ποίηση , εκδ. ειρήνη Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου "παλαιστινιακή ποίηση", εκδ. ειρήνη, στην ΕΣΗΕΑ, 27/3/2024, όπως παρουσιάστηκαν στο μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1, 30/3/2024 Στην εκδήλωση, μεταξύ των ομιλητών ήταν και η καλή μου φίλη Αναστασία Κατσικογιάννη- Μπάστα, ποιήτρια, της οποίας η εισήγηση ήταν υπέροχη! Επίσης, για το βιβλίο μίλησε και ο Πρέσβης του Κράτους της Παλαιστίνης, Yussef Victor Dorkhom. Έτεροι ομιλητές: Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορικός, Σαβίνα Λίτσ

Edgar Allan Poe: Το Κοράκι -Μετάφραση: Λωτός (Περικλής Γιαννόπουλος)

 


Γράφει η Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου

Το αφηγηματικό ποίημα "Το Κοράκι", που έγραψε ο Πόε το 1845, δημοσιεύθηκε  στο περιοδικό Νέον Πνεύμα το 1894 σε μετάφραση του Περικλή Γιαννόπουλου με το ψευδώνυμο "Λωτός". Αργότερα  αναδημοσιεύθηκε στα Νεοελληνικά Γράμματα  (21/5/1938). 

Ο Περικλής Γιαννόπουλος (1871-1910) ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο δημοσιεύοντας, σε εφημερίδες και περιοδικά,  μεταφράσεις σημαντικών ξένων συγγραφέων, όπως ο Πόε καθώς και αξιόλογα πεζά ποιήματα. 

Σύμφωνα με τον Απόστολο Σαχίνη, για τα πεζά ποιήματά του,  ο Π. Γιαννόπουλος  κατατάσσεται στους εκπροσώπους του ρεύματος του Αισθητισμού μαζί με άλλους Έλληνες συγγραφείς όπως οι : Νικόλαος Επισκοπόπουλος, Παύλος Νιρβάνας, Σπήλιος Πασαγιάννης, Νίκος Καζαντζάκης, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Πλάτων Ροδοκανάκης.  

Αργότερα αφιερώθηκε στη συγγραφή ελληνοκεντρικών κειμένων για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός. Α.Χ.


ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ του   Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809-1849)

Μετάφραση: Λωτός (Περικλής Γιαννόπουλος)

Μια φορά, που σε φρικτά μεσάνυχτα, καταβάρενα το κεφάλι μου, αδύνατος και κουρασμένος, σε κάποιο βιβλίο περίεργο ξεχασμένης σοφίας –κι’ ήμουνα αποκαρωμένος , σχεδόν μισοκοιμισμένος, άξαφνα ήρθε ένας χτύπος που να ‘κρουσε σιγαλά –να ‘κρουσε στη θύρα του δωματίου μου –αυτό μόνο και τίποτε πλέον.

Α! καθαρά θυμάμαι ότι ήτανε τον παγερό Δεκέμβριο. Και κάθε δαυλί πεθαίνοντας χώρια, έφκιανε τον ίσκιο του χάμου. Ολόψυχα επιθυμούσα το αύριο –του κάκου είχα ζητήσει στα βιβλία μου να πάρω ανάσα απ’ τον καϋμό –καϋμό για τη χαμένη Λενώρα –για την ατίμητη και λαμπερή κόρη, που οι άγγελοι λένε Λενώρα! –Λεωνόρα! όνομα σβυσμένο εδώ κάτου για πάντα πλέον.


                                         

Και το μεταξένιο και λυπητερό αβέβαιο φρουφρού σε κάθε πορφυρωτή κουρτίνα με διαπερνούσε –με γέμιζε φανταστικούς τρόμους που δεν είχα αισθανθεί ακόμη ͘ τόσο, που για να σταματήσω τους χτύπους της καρδιάς μου, στεκόμουνα λέγοντας: «Είναι κάποιος επισκέπτης στη θύρα του δωματίου μου που παρακαλεί να μπει ͘ αυτό μόνο και τίποτε πλέον».

Σε λίγο η ψυχή μου δυνάμωσε και χωρίς κανένα πια δισταγμό: « Κύριε, λέω, ή κυρία, στ’ αλήθεια ζητάω τη συγχώρησί σας ͘ αλλά το βέβαιο είναι πως κοιμόμουνα, και τόσο σιγά ήρθατε κ’ εκρούσατε –τόσο απαλά ήρθατε κ’ εκρούσατε στη θύρα του δωματίου μου, που μόλις ήμουνα βέβαιος πως σας άκουσα». Εδώ, άνοιξα διάπλατα τη θύρα. Σκοτάδια εκεί και τίποτα πλέον.

Βαθειά μέσα στο σκοτάδι κυττάζων, στάθηκα ώρα πολλή, αμφιβάλλων, φοβούμενος, ονειρευόμενος ονείρατα που κανείς θνητός δεν ξεθαρεύτηκε να ονειρευθεί ακόμη. Αλλ’ η σιωπή δεν ταράχθηκε διόλου, το σκοτάδι δε σείσθηκε. Και η μόνη λέξη που ειπώθηκε εκεί, ήτανε η κρυφομιλημένη λέξι «Λενώρα!» την έλεγα μέσα μου –και ο αντίλαλος κρυφολάλησε τη λέξη «Λενώρα!» μονάχα αυτό και τίποτα πλέον. Ξαναμπαίνοντας στο δωμάτιο, με την ψυχή μου όλη φωτιά, άκουσα σε λίγο ένα χτύπημα, σαν πιο δυνατότερο από πρώτα. «Βέβαια, λέω, βέβαια κάτι είναι στις γρύλιες του παραθύρου μου. Ας δούμε λοποόν τι είν’ εκεί, ας ξεδιαλύνουμε αυτό το μυστήριο –η καρδία μου ας γαληνέψει μια στιγμή κι ας ξεδιαλύνει το μυστήριο αυτό. Είναι αέρας και τίποτα πλέον».

Δείτε επίσης: Το Ελληνικόν Χρώμα, Περικλής Γιαννόπουλος                        


Στ’ ανοιχτά έσπρωξα το παραθυρόφυλλο, όταν, σιστά, και παίζοντας τα φτερά του, μπήκε μέσα μεγαλόπρεπο κοράκι, των αγίων παμπάλαιων ημερών. Δεν έκαμε το μικρότερο χαιρέτημα, δεν εσταμάτησε, δεν εδίστασε μια στιγμή ͘ αλλά με ύφος λόρδου ή λαίδης, κάθησε απάνου σε μια προτομή της Παλλάδος, ίσα-ίσα απάνου από τη θύρα του δωματίου μου –κάθησε, ησύχασε, έμεινε, και τίποτα πλέον.

Τότε σ’ αυτό το από έβενο πουλί που ξεγέλασε τη λυπημένη μου φαντασία σε χαμόγελο, με το βαρύ και σοβαρό τρόπο που είχε στη στάση του: «Αν και το λυρί σου είναι μαδημένο, ξεριζωμένο, όχι! Λέω, δε φαίνεσαι βέβαια φοβιτσάρικο, φανταστικό, απαίσιο και παμπάλαιο κοράκι που πλανάσαι μακρυά απ’ τα’ ακρογιάλι της Νύχτας –πε μου ποιο είναι το δεσποτικό σου όνομα στο πλατωνικό ακρογιάλι της Νύχτας». Το Κοράκι λέει : «Ποτέ πλέον».

Πολύ θαύμαζα ν’ ακούω το άχαρο αυτό πετούμενο να εκφράζεται τόσο καθαρά, αν και η απόκρισή του δεν είχε πολύ νόημα ͘ γιατί κανείς δε θ’ αρνηθεί πτι ποτέ σε ζωντανό άνθρωπο δεν έτυχε να δει ένα πουλί από πάνου απ’ τη θύρα του δωματίου του –ένα πουλί ή κάθε άλλο ζώο απάνου στη σκαλισμένη προτομή, από πάνου απ’ τη θύρα του δωματίου του –με τόνομα τέτοιο σαν το: «Ποτέ πλέον».


Αλλά το Κοράκι καθισμένο μονάχο στην ατάραχη προτομή απάνου, μίλησε τη μονάκριβη λέξη, σαν με μόνη αυτή τη λέξη νάχυνε την ψυχή μου. Εγώ λοιπόν δεν επρόφερα τίποτα περισσότερο. Αυτό δεν εκούνησε ένα φτερό, -ως τη στιγμή που δεν έκαμα τίποτα περισσότερο από το να πω ͘ μέσα μου: «κ’ άλλοι ως τώρα φίλοι πήραν το φύσημά τους –αύριο θα μ’ αφήσει κι’ αυτό σαν τις ελπίδες μου που φτερούγισαν από τώρα». Τότε το πουλί λέει: «Ποτέ πλέον».

Ανατριχιάζων στο τάραγμα της ηρεμίας από μια τόσο σωστή απόκριση: «Χωρίς άλλο, λέω αυτό που προφέρει είναι όλο του το βάθος και η σοφία, παρμένα από κάποιον δυστυχισμένο κύριό του που το άσπλαχνο κακό κυνηγούσε από κοντά, κι’ από πολύ κοντά κυνηγούσε όσο που τα τραγούδια του χωρούσαν μια ολομόναχη επωδή ͘ όσο που τα νεκρικά τραγούδια της ελπίδας του χωρούσαν τη μελαγχωλική επωδή: «Ποτέ-ποτέ πλέον».


Αφού το Κοράκι ξαναγέλασε πάλι όλη τη λυπημένη μου ψυχή στο χαμόγελο, κύλησα δια μιας πολυθρόνα με προσκέφαλο μπροστά στο πουλί και στην προτομή και στη θύρα ͘ και βουλιάζων στο βελούδο, άρχισα να συνδέω σκέψη με σκέψη, συλλογιζόμενος σ’ αυτό που το μαντικό πουλί του παληού καιρού –σ’ αυτό που το σκοτεινό, άχαρο, απάισιο, λιγνό μαντικό πουλί του παλαιού καιρού, εσήμαινε κρώζοντας: «Ποτέ πλέον».

Γι’ αυτό κάθησα με σκοπό να το σκεφθώ, αλλά χωρίς να πω ούτε ένα λόγο στο πουλί, που τ’ αναμένα του μάτια έκαιγαν τώρα στο βάθος του στήθους μου ͘ γι’ αυτό κι’ ακόμη κάθησα για να το μαντεύσω με το κεφάλι ακουμπισμένο καλά στο χνούδι των βελουδένιων προσκεφάλων που κατέτρωγε το φως της λάμπας, μενεξεδένιο χνούδι των βελούδων που εκείνη δεν θα ζαρώσει πλέον, αχ! Ποτέ πλέον.

Ο αέρας που φάνηκε πως έγινε τότε βαρύτερος, με μυρουδιά από θυμιατήρι αόρατο που κουνούσε ένα Σεραφείμ, θυμιατήρι που η άκρη του στο κατέβασμα κουδούνιζε χάμου στο ταπέτο. «Άθλιε, φώναξα, ο Θεός σου, σου χάρισε -σου ‘στειλε με τους αγγέλους του την ανάπαυση και της αλησμονιάς το πιοτό στη μνήμη σου για τη Λενώρα! Πιε! ω! πιε το καλό αυτό πιοτό και ξέχασε τη χαμένη Λενώρα!» Το κοράκι λέει: «Ποτέ πλέον!».

«Προφήτη, λέω, πλάσμα κακού! προφήτη, ναι,, πουλί ή δαιμόνιο! αν σέστειλε ο Πειρασμός ή σέριξε η ανεμοζάλη σ’ αυτά τα μέρη, αφανισμένο αλλ’ ακόμη αχαλίνωτο, σ’ αυτή την έρημη γη τη μαγεμένη –σ’ αυτό το σπίτι που συχνάζει η φρίκη: πε μου την αλήθεια, σε ικετεύω! Βρίσκεται βάλσαμο στην Ιουδαία; Πε μου σε ικετεύω». Το κοράκι λέει: «Ποτέ πλέον».

«Προφήτη, λέω, πλάσμα κακού, προφήτη, ναι, πουλί ή δαιμόνιο! Μα τους απλωμένους απάνου μας ουρανούς –και το Θεό που λατρεύουμε κ’ οι δύο μας –πες σ’ αυτή την ψυχή τη φορτωμένη λύπη, αν στη μακρυνή Εδέμ, είναι γραφτό ν’ αγκαλιάσει μια κόρη αγιασμένη που οι άγγελοι λένε Λενώρα –ν’ αγκαλιάσει μια σπάνια και λαμπερή κόρη που οι άγγελοι λένε Λενώρα». Το κοράκι λέει: «Ποτέ πλέον!»


Η λέξη αυτή ας είναι το σημείο του χωρισμού μας, πουλί ή δαιμόνιο», ξεφώνησα σηκωμένος. «Πίσω στην ανεμοζάλη και στο πλατωνικό ακρογιάλι της Νύχτας! Μην αφήσεις εδώ ούτ’ ένα μαύρο πούπουλο για δείγμα της ωευτιάς που πρόφερε η ψυχή σου. Άφησε αβίαστη τη μοναξιά μου! Φεύγα απ’ την προτομή, από πάνου απ’ την θύρα μου. Τράβα το ράμφος σου απ’ την καρδιά μου και ρίξε τη μορφή σου μακρυά απ’ τη θύρα μου!». Το Κοράκι λέει: «Ποτέ πλέον!».

Και το Κοράκι, χωρίς να φτερουγίσει, κάθεται ακόμη, -κάθεται ακόμη στη χλωμή προτομή απάνου της Παλλάδος, ίσα-ίσα από πάνου απ’ τη θύρα του δωματίου μου, και τα μάτια του έχουν όλη την ομοιότητα ματιών δαιμονίου που ονειρεύεται και το φως της λάμπας περιχυμένο απάνου του, ρίχνει τον ίσκιο του στη γη. Κι η ψυχή μου, απ’ αυτόν τον ίσκιο που κυματίζει στη γη, δε θ’ ανασηκωθεί –ποτέ πλέον!

ΛΩΤΟΣ Νέον Πνεύμα,1894

Νεοελληνικά Γράμματα, 21/5/1938

Σημείωση: Το κείμενο έχει γραφεί στο μονοτονικό αλλά έχει διατηρηθεί η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου. 
                       
                        

                                                         Το Κοράκι
                                    Αφήγηση: Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις